παλαίβω

παλαίβω
βλ. παλεύω (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλεύω — (I) και παλαίβω 1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω 2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης 3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.) 4. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • τραυοπάλαιμα — το, Ν (διαλ.τ.) (στον Ερωτόκρ.) σφοδρή και βίαιη πάλη («με το τραυοπάλαιμα αγκαλιασμένοι πέσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυώ / τραβώ* + πάλαιμα (για τη γρφ. πρβλ. παλαίβω, άλλη γρφ. τού ρ. παλεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”